- μονολεχτικός
- -ή, -όαυτός που εκφράζεται ή αποτελείται από μια λέξη: Μονολεχτικές απαντήσεις.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μονολεκτικός — και μονολεχτικός, ή, ό αυτός που αποτελείται από μια λέξη ή εκφράζεται με μία λέξη, σε αντιδιαστολή προς τον περιφραστικό («μονολεκτική απάντηση»). επίρρ... μονολεκτικώς και μονολεχτικώς και ά με μία λέξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + λεκτικός (<… … Dictionary of Greek
μονολεκτικός — ή, ό μονολεχτικός (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)